πανσπερμίαν

πανσπερμίαν
πανσπερμίᾱν , πανσπερμία
mixture of all seeds
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η …   Dictionary of Greek

  • πυάνιον — τὸ, Α [πύανος] 1. έδεσμα με διάφορα όσπρια («ἔστι δὲ τὸ πυάνιον... πανσπερμία ἐν γλυκεῑ ἡψημένη», Αθήν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυάνιον τὸ διὰ τοῡ γάλακτος ῥόφημα οἱ δὲ πανσπερμίαν ἡψημένην ἐν γλυκεῑ» …   Dictionary of Greek

  • χεδροπά — τα, ΝΑ νεοελλ. βοτ. τα χεδρωπά αρχ. 1. τα ελλοβόκαρπα φυτά και, ειδικότερα, ο καρπός τους, τα όσπρια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄσπριον τι oἱ δὲ πανσπερμίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρωσ. goroch «μπιζέλι» δεν θεωρείται πιθανή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”